- ζεύμαν
- ζεύμαν· τὴν πηγήν (Phryg.), Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
жидкий — жидок, жидка, жидко; сравн. степ. жиже, блр. жыдкi тонкий , цслав. жидъкъ ὑδαρός, сербохорв. жидак, словен. židǝk жидкий, разжиженный, текучий , чеш. židky, в. луж. židki, н. луж. žydki. Сюда же жидеть тончать, разжижаться , жижа. Родственно греч … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
χέζω — ΝΜΑ 1. αποβάλλω τα περιττώματα από τον πρωκτό, αποπατώ 2. ενεργούμαι και λερώνω κάτι 3. μέσ. χέζομαι α) τά κάνω πάνω μου, λερώνομαι β) μτφ. κυριεύομαι από μεγάλο φόβο (α. «χέστηκα μόλις τόν είδα να παίρνει το πιστόλι» β. «χέσαιτο γὰρ εἰ… … Dictionary of Greek
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek
ĝheu- — ĝheu English meaning: to pour Deutsche Übersetzung: “gießen” Material: O.Ind. juhō ti, juhutē “ pours in fire, sacrifices “, Passiv hūya tē, hutá ḥ “ sacrificed “, hō man n. “Opferguß, sacrifice, oblation” (= Gk. χεῦμα), hō ma… … Proto-Indo-European etymological dictionary